"Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό" έπαιζε στο ραδιόφωνο του ταξί. Ο Πέτρος γέλαγε από μέσα του και είχε ένα στραβό χαμόγελο στο πρόσωπό του που όμως δεν φαινόταν μες στο σκοτάδι. Σκέψεις ανακατεμένες με συναισθήματα στριφογύριζαν μέσα του και ήθελε απλά να ανοίξει το στόμα του και να πει κάτι, όχι απαραίτητα να φωνάξει. Όμως δεν έβγαινε λέξη, ένιωθε την λαλιά του νά'χει κοπεί. Όπως είχαν κοπεί και τα πόδια του λίγες ώρες πιο πριν.
"Σταμάτα εδώ στην άκρη, πριν την Τοσίτσα." είπε τελικά και μετά βγήκε αργά απ'το ταξί.
Ένιωθε την ανάγκη να περπατήσει. Συχνά τα βράδια ο Πέτρος έφευγε απ'το σπίτι του και έκανε μεγάλους περιπάτους στο κέντρο μέχρι να δει τις πρώτες καθησυχαστικές ακτίνες του ήλιου. Έτσι και τώρα. Τα πόδια του πήγαιναν μόνα τους. Έστριψαν προς την Στουρνάρη και τον οδηγούσαν όλο ευθεία. Πέρασε και την πλατεία και άρχισε ν'ανεβαίνει τον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους κοιτώντας σκεπτικός προς τα κάτω. Σαν να εξέταζε το κάθε του βήμα.
Μ'αυτόν τον τρόπο περπατούσε ο Πέτρος όταν κάτι τον απασχολούσε πολύ, δεν ήθελε το βλέμμα του να αποσπάται από τυχόν περαστικούς ή φανταχτερά γκράφιτι και αφίσες. Χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη ανέβει τα σκαλιά και είχε φτάσει στην άκρη του λόφου. Άνοιξε το βλέμμα του και είδε μπροστά του την νυχτερινή Αθήνα να απλώνεται και να λάμπει φορώντας τα γιορτινά της.
Εκεί στην άκρη του άρεσε να κάθεται πάντα με τον άνεμο να του παίρνει τα μαλλιά και να του τα ανακατεύει όπως κάποτε του τα ανακάτευε με ανέμελο τρόπο η Ίριδα. Μα τώρα πια είχε χαθεί και η Ίριδα και το κοντινό ευτυχισμένο τους παρελθόν. Ο Πέτρος άνοιξε το στόμα του και αυτή τη φορά φώναξε, έβρισε, ψιθύρισε. Και τα λόγια του τα πήρε ο αέρας την στιγμή που και ο ίδιος έπεφτε στο σκοτάδι.
Δεν ξέρουμε τι είπε τελικά ο Πέτρος. Ο μόνος μάρτυρας ήταν ένας σκύλος που είχε πάει και είχε σταθεί στοργικά και σιωπηλά δίπλα του. Και ο σκύλος έριξε το βλέμμα του κάτω, κατέβασε την ουρά του και τ'αυτάκια του και συνέχισε τον δρόμο του.